- αντικρυστός
- -ή, -ό1. εκείνος που βρίσκεται αντίκρυ σε κάποιον άλλο, ο αντίστοιχος2. (χορός) που γίνεται από δύο άτομα ή ζευγάρια τοποθετημένα απέναντι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντικρύζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον καθηγητή Αναστάσιο Χουρμουζιάδη («αντικρυστός χορός»)].
Dictionary of Greek. 2013.